τσουβάλιασμα

τσουβάλιασμα
το, Ν
[τσουβαλιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσουβαλιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τσουβάλιασμα — το, ατος 1. τοποθέτηση σε τσουβάλι, συσκευασία σε σακί, σάκιασμα: Έγινε το τσουβάλιασμα της ζάχαρης. 2. μτφ., παραπλάνηση, εξαπάτηση: Ήταν παντρεμένος και με τσουβαλιάσματα αρραβωνιάστηκε. 3. φυλάκιση, κλείσιμο στο κρατητήριο: Έκλεψε κι έγινε το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σάκιασμα — το, Ν [σακιάζω] το αποτέλεσμα τού σακιάζω, σακούλιασμα, τσουβάλιασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”